- αδιαιρεσία
- ἀδιαιρεσία, η (Α) [ἀδιαίρετος]το να είναι κάτι αδιαίρετο, αδιάσπαστο, η αδιαιρετότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιαίρετος — η, ο (Α ἀδιαίρετος, ον) 1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος 2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο αδυναμία προς διαίρεση ή… … Dictionary of Greek
αδιαιρετότητα — η [αδιαίρετος] αδυναμία προς διαίρεση, αδιαιρεσία, ακεραιότητα … Dictionary of Greek